- κνωδάλιον
- κνωδάλ-ιον [ᾰ], τό, Dim. of sq., prob. in Hsch.A s.v. ζωυφίοις.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνωδάλιον — κνωδάλιον, τὸ (Α) ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαλον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αμφόρ ιον, φιάλ ιον)] … Dictionary of Greek
κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek